- ἄμισθος
- ἄμισθοςwithout hiremasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμισθος — άμισθος, η, ο και άμιστος, η, ο 1. αυτός για τον οποίο δε δίνεται μισθός: Η θέση είναι τιμητική και άμισθη. 2. αυτός που δεν παίρνει μισθό: Διορίστηκε άμισθος πρόξενος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμισθος — η, ο (Α ἄμισθος, ον) 1. ο δίχως μισθό ή πληρωμή 2. αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει μισθό αρχ. αυτός που δεν πληρώνει αμοιβή, που παίρνει κάτι δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισθός. ΠΑΡ. αμισθί, αμισθία μσν. ἀμισθίας] … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
ἀμίσθως — ἄμισθος without hire adverbial ἄμισθος without hire masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμισθον — ἄμισθος without hire masc/fem acc sg ἄμισθος without hire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίσθοις — ἄμισθος without hire masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίσθου — ἄμισθος without hire masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίσθους — ἄμισθος without hire masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμίσθων — ἄμισθος without hire masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμισθα — ἄμισθος without hire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)